- ὁπλομαχητικός
- ὁπλο-μᾰχητικός, ή, όν,A of or for the use of arms: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of using arms, S.E.M.11.197.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπλομαχητικός — ή, ό (Α ὁπλομαχητικός, ή, όν) [οπλομαχώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην οπλομαχία ή στον οπλομάχο νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η οπλομαχητική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού χειρισμού τών αγχέμαχων όπλων αρχ. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη τού… … Dictionary of Greek
οπλομαχητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οπλομαχία (βλ. λ.). 2. ως ουσ., οπλομαχητική, η τέχνη να χειρίζεται κανείς τα όπλα για μάχη από κοντά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁπλομαχητική — ὁπλομαχητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)